ἐνώπιος

ἐνώπιος
ἐνώπ-ιος, ον, ([etym.] ὤψ)
A facing, to the front,

πρό τ' ἐνώπια Alc.Supp.4.17

;

ἐνώπιος ἐνωπίῳ λαλεῖν

face to face,

LXXEx.33.11

; ἄρτοι ἐ. shewbread, ib.25.29(30); διαστολῶν γεγονυιῶν ὑμῖν καὶ ἐνοπίοις (sic) καὶ διὰ γραμμάτων in person, UPZ110.36(ii B. C.), cf. Sammelb.3925.6(ii B. C.).
II neut. ἐνώπιον as Adv., face to face, Theoc.22.152; in person, IG12(5).1061.10 ([place name] Carthaea), PTeb.14.13 (ii B. C.): as Prep. c. gen., Aeschin. 3.43 codd., PCair.Zen.73.14 (iii B. C.), PGrenf.1.38.11 (ii/i B. C.), Ep.Rom.12.17, Ep.Gal.1.20, Hermog.Inv.1.1;

ἐ. θεῶν SIG2843.7

(Delph., ii A. D.). Regul. Adv.

-ίως Suid.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνώπιος — facing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ἐνώπιον — ἐνώπιος facing indeclform (prep) ἐνώπιος facing masc/fem acc sg ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίως — ἐνώπιος facing adverbial ἐνώπιος facing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίους — ἐνώπιος facing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίῳ — ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπιοι — ἐνώπιος facing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντενώπιος — ἀντενώπιος, ον (Μ) [ενώπιος] (για μάχη) αυτός που γίνεται κατά μέτωπον …   Dictionary of Greek

  • αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”